- προεκκόπτω
- Α1. κόβω κάτι πέρα ώς πέρα2. (σχετικά με οστό) εξάγω, βγάζω με χτύπημα προηγουμένως («προεκκόπτων τοὺς σπονδύλους», Γαλ.)3. κατακόβω, καταστρέφω προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκκόπτω «κόβω και αφαιρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.